παρηγοριέμαι

παρηγοριέμαι
παρηγοριέμαι, παρηγορήθηκα, παρηγορημένος βλ. πίν. 59
——————
Σημειώσεις:
παρηγοράω, παρηγοριέμαι : κυρίως στον προφορικό λόγο και στη λογοτεχνία.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψευτοπαρηγοριέμαι — Ν παρηγοριέμαι κάπως ή παρηγοριέμαι ψεύτικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + παρηγοριέμαι] …   Dictionary of Greek

  • θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …   Dictionary of Greek

  • παρηγοράω — / παρηγορώ, παρηγόρησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: παρηγοράω, παρηγοριέμαι : κυρίως στον προφορικό λόγο και στη λογοτεχνία …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρηγορούμαι — παρηγορούμαι, παρηγορήθηκα, παρηγορημένος βλ. πίν. 74 και πρβλ. παρηγοριέμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”